- Κρησίας
- Κρησίᾱς , Κρήςfem acc plΚρησίᾱς , Κρήςfem gen sg (attic doric aeolic)Κρησίᾱς , Κρήσιοςfem acc plΚρησίᾱς , Κρήσιοςfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρήσιας — κρή̱σιας , κρᾶσις mixing fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PHARSIRIS — apud Strabonem ex Ctesia l. 16. Αἱ δε τῶ ὀνομάτων μεταπτώσεις καὶ μάλιςτα τῶ βαρβαρικῶν πολλαί, καθάπερ τὸν Δαριάυην Δαρεῖον ἐκάλεσαν, τὴν δε Φάρσιριν Παρύσατιν, Ἀταργάτιν δε τὴν Ἀθάραν, Δερκετὼ δὲ ἀυτὴν Κρησίας καλεῖ. Mutationes autem nominum,… … Hofmann J. Lexicon universale